χιτώνας

χιτώνας
Εσωτερικό ένδυμα που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Έλληνες και οι Ρωμαίοι. Στους μινωικούς λαούς, ο χ. ήταν είδος περισκελίδας, από τη μέση μέχρι τα πόδια, και στους μυκηναϊκούς κοντό πουκάμισο χωρίς μανίκια, που έφτανε μέχρι τους αστραγάλους. Τον φορούσαν κάτω από τη χλαίνη ή τον μανδύα. Ο ιωνικού ρυθμού αυτός χ. άρχισε να φοριέται τον 16o αι. π.Χ. στην Αθήνα όχι μόνο από τους άνδρες αλλά και από τις γυναίκες, που τον στερέωναν στο σώμα με μια ζώνη στη μέση, με κατάλληλες πτυχώσεις στον κόλπο και στη φούστα. Τα ανοίγματα των χ. στους ώμους και στα μπράτσα κλείνονταν με περόνες και πόρπες. Πάνω από τον χ. φορούσαν το ιμάτιο, την καλύπτρα ή το πέπλο. Στη Ρώμη, ο χ. ήρθε από την Ελλάδα, και ήταν αρχικά το μοναδικό χαρακτηριστικό ένδυμα του φτωχού κόσμου. Αργότερα έγινε εσωτερικό ένδυμα και των πατρικίων, που το φορούσαν κάτω από τον επενδύτη τους. Οι Ρωμαίοι ευγενείς φορούσαν χ. μακρύ, με μακριά μανίκια στολισμένα με κρόσσια.
* * *
ο / χιτών, -ῶνος, ΝΜΑ
1. (στην αρχαιότητα) στενό και ποδήρες ένδυμα, συνήθως χωρίς μανίκια, αποτελούμενο από ορθογώνιο κομμάτι ύφασμα, το οποίο τυλιγόταν κατάσαρκα με πτυχώσεις και συναπτόταν με πόρπες ή με περόνες πάνω από τους ώμους και το οποίο φορούσαν αρχικά μόνον οι άνδρες, αλλά αργότερα και οι γυναίκες (α. «ιωνικός χιτώνας» — ποδήρης και χειριδωτός χιτώνας από λινό ύφασμα
β. «δωρικός χιτώνας» — μάλλινος τετραγωνοειδής χιτώνας, με ή χωρίς μανίκια, ο οποίος μόλις κάλυπτε τα γόνατα
γ. «μαλακὸν δ' ἔκδυνε χιτῶνα», Ομ. Οδ.)
2. (γενικά) πουκάμισο
3. μτφ. κάθε είδους κάλυμμα ή περίβλημα (α. «οι χιτώνες τής Γης» — τα ομόκεντρα στρώματα τής Γης
β. «τὸν ἔσχατον της φιλοτιμίας χιτώνα ἀποδύσασθαι», Iουλ.)
4. ανατ. κάθε υμενώδης σχηματισμός που περιβάλλει ένα όργανο, συμμετέχοντας στη συγκρότηση τού τοιχώματός του (α. «χοριοειδής χιτώνας» β. «αμφιβληστροειδής χιτώνας» γ. «τὸν ἔσχατον χιτῶνα τῆς καρδίας», Αριστοτ.)
5. φρ. «άγιος χιτώνας» και «ἅγιος χιτών»
εκκλ. ο χιτώνας τού Χριστού, τον οποίο, λίγο πριν από τη σταύρωση, αφαίρεσαν οι στρατιώτες τού Πιλάτου και έριξαν κλήρο για το ποιος θα τόν κερδίσει
νεοελλ.
1. ζωολ. αντιπροσωπευτικό γένος και κοινή ονομασία τών αμφίνευρων μαλακίων
2. βοτ. α) γένος ποωδών φυτών
β) ονομασία καθενός από τα δύο περιβλήματα τού σπερματικού πυρήνα, τα οποία περιβάλλουν και καλύπτουν μερικώς τον σπερματικό πυρήνα στη σπερμοβλάστη
3. φρ. «Χιτών ο χνοώδης»
βοτ. λόγια ονομασία είδους φυτών τής οικογένειας καρυοφυλλίδες
μσν.-αρχ.
(γενικά) ένδυμα, ρούχο
αρχ.
1. θώρακας από δέρμα, καλυμμένος με λεπίδες ή μεταλλικούς κρίκους («ῥῆξεν δὲ οἱ ἀμφὶ χιτῶνα χάλκεον», Ομ. Ιλ.)
2. το πάνω μέρος τού σανδαλιού, που κάλυπτε το πόδι
3. το δέρμα τού φιδιού
4. το περίβλημα τού αβγού («τοῡ ᾠοῡ oἱ χιτῶνες οἱ περιέχοντες», Αριστοτ.)
5. αλιευτικό δίχτυ
6. ο ιστός τής αράχνης
7. στον πληθ. oἱ χιτῶνες
οι φλοιοί σπόρων και βολβοειδών ριζών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ., σημιτικής προέλευσης, η οποία εισήλθε στην Ελληνική, πιθανότατα μέσω τής Φοινικικής (πρβλ. φοινικικό ktn «χιτώνας από λινό ύφασμα»). Η λ. απαντά και στη Μυκηναϊκή σε τ. πτώσεων kito, kitone, kitona, kitopi, καθώς και ως β' συνθετικό στον τ. epi-kitonija. Εκτός από τον τ. χιτών, η λ. εμφανίζει και τις μορφές κιθών (με μετάθεση τής δασύτητας) και κιτών, χιθών (από συμφυρμό τών τ. χιτών και κιθών).
ΠΑΡ. χιτώνιο(ν), χιτωνίσκος
αρχ.
χιτωνάριον, χιτωνία
αρχ.-μσν.
χιτωνίζω.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) χιτωνοφόρος
αρχ.-μσν.
χιτωνοπώλης
νεοελλ.
χιτωνοειδής. (Β' συνθετικό) μελανοχίτων(ας), φαιοχίτων(ας)
αρχ.
αβροχίτων, αδετοχίτων, αμιτροχίτων, αστροχίτων, αχίτων, δερματοχίτων, διχίτων (διχίτωνος), ελκεχίτων, θηλυχίτων, κηροχίτων, κισσοχίτων, κυανοχίτων, λευκοχίτωνος, λινοχίτων, λυσιχίτων, μιτροχίτων, μονοχίτων, νεβροχίτων, ξανθοχίτων, οινοχίτων, οιοχίτων, πολυχίτων, προβατοχίτων, ρυσοχίτων, σιδηροχίτων, τετραχίτων, τοξοχίτων, υγροχίτων, υποχίτων, χαλκοχίτων, χρυσοχίτων
νεοελλ.
ερυθροχίτων].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χιτώνας — ο 1. ρούχο των αρχαίων. 2. το «αμπέχονο» των στρατιωτικών. 3. φρ., «χιτώνιο πυροβόλου», πρόσθετος κυλιντρικός σωλήνας που περιβάλλει το πίσω μέρος του σωλήνα του πυροβόλου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χιτῶνας — χιτών garment worn next the skin masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χιτώνας — Χιτώνᾱς , Χιτώνη fem acc pl Χιτώνᾱς , Χιτώνη fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χιτώνας — χιτώνᾱς , χιτώνη fem acc pl χιτώνᾱς , χιτώνη fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… …   Dictionary of Greek

  • αρτηρία — Αιμοφόρο αγγείο που μεταφέρει το αίμα από την καρδιά στην περιφέρεια. Σύνθετη λέξη, παράγεται από τις αρχαίες λέξεις αήρ και τηρείν (= κρατώ τον αέρα). Η ονομασία αυτή οφείλεται στην πεποίθηση, που ήταν διαδεδομένη πριν από την ανακάλυψη της… …   Dictionary of Greek

  • μάτι — Το αισθητήριο όργανο της όρασης, με το οποίο γίνεται αντιληπτό το φως, το σχήμα και το χρώμα των φωτιζόμενων αντικειμένων. Ο άνθρωπος φέρει δύο οφθαλμικούς βολβούς, οι οποίοι καταλαμβάνουν τις οφθαλμικές κόγχες. Έχουν χαρακτηριστικό σφαιροειδές… …   Dictionary of Greek

  • ποδήρης — ες, ΝΜΑ (για ενδύματα) αυτός που φτάνει μέχρι κάτω στα πόδια (α. «πέπλοι ποδήρεις», Ευρ. β. «καὶ χιτῶνα πορφυροῡν, ποδήρη, στολιδωτόν», Ξεν.) μσν. αρχ. το αρσ. ως ουσ. ὁ ποδήρης α) ο αρχιερατικός χιτώνας τού αρχιερέα τών Ιουδαίων β) ο ιερατικός… …   Dictionary of Greek

  • ελυτροειδής — ές (AM ἐλυτροειδής, ές) αυτός που μοιάζει με έλυτρο νεοελλ. φρ. 1. «κοινός ελυτροειδής χιτώνας» χιτώνας τού όρχεως ενωμένος με το όσχεο 2. «ίδιος ελυτροειδής χιτώνας» προσεκβολή τού περιτοναίου με δυο πέταλα (περιόρχιο και επιόρχιο) …   Dictionary of Greek

  • CINCTUS — non Togae, sed Tunicae tantum erat, apud Romanos. Cum enim Toga utrumque brachium, aut saltem sinistrum cohiberet, totumque corpus involveret, cingi nullâ aliâ ratione potuit, quin eâdem cincturâ aut utrumque aut saltem laevum brachium… …   Hofmann J. Lexicon universale

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”